- τηλεκατευθυνόμενος
- -η, -ο, Ν 1. αυτός που μπορεί να κατευθύνεται από μακριά («τηλεκατευθυνόμενα παιχνίδια»)2. μτφ. αυτός που ενεργεί κατ' εντολήν άλλων, οι οποίοι τόν κατευθύνουν χωρίς να φαίνονται3. φρ. «τηλεκατευθυνόμενο βλήμα»στρ. βλήμα τού οποίου η τροχιά ελέγχεται, μετά την εκτόξευσή του, με σύστημα τηλεκατεύθυνσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)-* + κατευθυνόμενος (βλ. και τηλεκατεύθυνση)].
Dictionary of Greek. 2013.